- τορεία
- τορείᾱ , τορείαcarving in relieffem nom/voc/acc dualτορείᾱ , τορείαcarving in relieffem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τορείᾳ — τορείᾱͅ , τορεία carving in relief fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορεία — ἡ, Α [τορεύω] η τέχνη τού τορεύω, η φιλοτέχνηση αναγλύφου σε μέταλλο ή σε ξύλο … Dictionary of Greek
τορείας — τορείᾱς , τορεία carving in relief fem acc pl τορείᾱς , τορεία carving in relief fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορείαν — τορείᾱν , τορεία carving in relief fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορείαις — τορεία carving in relief fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορείη — τορεία carving in relief fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορείης — τορεία carving in relief fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вѣти˫а — ВѢТИ|˫А?, Ѣ ( ˫А) с. Изощренность: не величаниѥ бо гл҃ъ и рѣчии вѣти˫а д҃шѹ вѣсть съкрѹшати. нъ съмѣрено слово и ѡ пользѣ съложено (τορεία) ЖФСт XII, 154. ВѢТИ|И, ВѢТИ|˫А (29), Ѣ ( ˫А) с. Красноречивый оратор, писатель, поэт; ученый: Ст҃ыи мч҃къ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
τορείον — τὸ, Α τορευτό, σκαλιστό έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορεία κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek
τόρευσις — εύσεως, ἡ, Α [τορευω] η τορεία* … Dictionary of Greek